ἀλάστωρ

ἀλάστωρ
ἀλάστωρ, ορος, , ,
A avenging spirit or deity, with or without δαίμων, freq. Trag., A.Pers.354, Ag.1501, 1508, cf. Men.8 D.;

ἀ. οὑμός S.OC 788

;

ἐξ ἀλαστόρων νοσεῖν Id.Tr.1235

;

ἀλάστορας ἔχειν Hp.Morb.Sacr. 1

; ἀ. Πελοπιδῶν, prov. of utter ruin, Xenarch.1.3; generally, βουκόλων ἀ. herdsmen's scourge. of Nemean lion, S.Tr.1092: fem., of the Sphinx, Nicoch. 18;

Ζεὺς Ἀ. Orph.H.73

.
II [voice] Pass., he who does deeds which merit vengeance, wretch, A.Eu.236, S.Aj.374; μιαροὶ..καὶ

κόλακες καὶ ἀ. D.18.296

;

βάρβαρόν τε . . καὶ ἀ. τὸνΦίλιππον ἀποκαλῶν Id.19.305

;

ἄνθρωπ' ἀλάστωρ Bato 2.5

, cf. Men.7D.
, Pk.408;

Διονύσιος ἁπάσης Σικελίας ἀ. Clearch.10

. (Connected with ἀλάομαι by Chrysipp.Stoic.2.47.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀλάστωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλάστωρ — avenging spirit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… …   Dictionary of Greek

  • Аластор — (Άλάστωρ) в греческой мифологии дух мщения. Представление об А., возникшее в народном веровании, особенно развито трагиками. У Эсхила А. является демоном искусителем (δαίμων γέννας), непрерывно действующим в судьбах известного рода. Так, в роде… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • АЛАСТОР —    • Άλάστωρ,          «дух мщения» представление, возникшее в народном веровании, но особенно развитое трагиками. У Эсхила А. является как δαίμων γέννας, как демон искуситель, непрерывно действующий в судьбах известного рода: так, в роде Атридов …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀλαστόρων — Ἀλάστωρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλάστορ — Ἀλάστωρ masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλάστορ — ἀλάστωρ avenging spirit masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλάστορα — Ἀλάστωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλάστορας — Ἀλάστωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλάστορας — ἀλάστωρ avenging spirit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”